Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεχρέωμα τα ξεχρεώματα
      γενική του ξεχρεώματος των ξεχρεωμάτων
    αιτιατική το ξεχρέωμα τα ξεχρεώματα
     κλητική ξεχρέωμα ξεχρεώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχρέωμα < ξεχρεώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεχρέωμα ουδέτερο

  1. η εξόφληση χρηματικού ποσού που οφειλόταν
  2. η αφαίρεση μιας αρμοδιότητας ή συγκεκριμένης εργασίας που είχε ανατεθεί και η χρέωσή της σε άλλον

  Μεταφράσεις επεξεργασία