ξενομπάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενομπάτης < ξενο- + -μπάτης < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.noˈba.tis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξενομπάτης αρσενικό
- (ιδιωματικό) ξενομερίτης, που έχει έρθει από ξένο μέρος
- ※ 1948 Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, εκδόσεις Καζαντζάκη @books.google
- Ο παπα-Γρηγόρης κόμπιασε. Ένιωσε κι αυτός την αγανάχτηση να φουσκώνει το στήθος του, μα κρατήθηκε. Είδε πως ήταν στο άδικο, ένιωσε πως όλοι οι χωριανοί ήταν εδώ μάρτυρες κι έριχναν το δίκιο στον άγριο τούτον ξενομπάτη παπά.
- ※ 1948 Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, εκδόσεις Καζαντζάκη @books.google
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξενομπάτης
|