Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξενομπάτης οι ξενομπάτηδες
      γενική του ξενομπάτη των ξενομπάτηδων
    αιτιατική τον ξενομπάτη τους ξενομπάτηδες
     κλητική ξενομπάτη ξενομπάτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενομπάτης < ξενο- + -μπάτης < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.noˈba.tis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενομπάτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία