Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελαρύγγιασμα τα ξελαρυγγιάσματα
      γενική του ξελαρυγγιάσματος των ξελαρυγγιασμάτων
    αιτιατική το ξελαρύγγιασμα τα ξελαρυγγιάσματα
     κλητική ξελαρύγγιασμα ξελαρυγγιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελαρύγγιασμα < ξελαρυγγιάζομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξελαρύγγιασμα ουδέτερο

  1. το οδυνηρό αίσθημα στο λαιμό μετά από φωνασκίες
  2. οι φωνές αυτές καθαυτές, π.χ. το ξελαρύγγιασμα στο γήπεδο, στη διαδήλωση, στον καβγά του ζευγαριού ή στο μάλωμα το παιδιού κ.ο.κ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία