ξελαρύγγιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξελαρύγγιασμα < ξελαρυγγιάζομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξελαρύγγιασμα ουδέτερο
- το οδυνηρό αίσθημα στο λαιμό μετά από φωνασκίες
- οι φωνές αυτές καθαυτές, π.χ. το ξελαρύγγιασμα στο γήπεδο, στη διαδήλωση, στον καβγά του ζευγαριού ή στο μάλωμα το παιδιού κ.ο.κ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξελαρύγγιασμα
|