Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξεκολλημός οι ξεκολλημοί
      γενική του ξεκολλημού των ξεκολλημών
    αιτιατική τον ξεκολλημό τους ξεκολλημούς
     κλητική ξεκολλημέ ξεκολλημοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκολλημός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκολλημός αρσενικό

  • η απομάκρυνση από κάποιον ή κάποια δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται συνήθως ως μέρος της φράσης δεν έχει ξεκολλημό
    έβλεπαν τέσσερεις ώρες τηλεόραση, ξεκολλημό δεν είχαν

  Μεταφράσεις επεξεργασία