Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκάμωμα τα ξεκαμώματα
      γενική του ξεκαμώματος των ξεκαμωμάτων
    αιτιατική το ξεκάμωμα τα ξεκαμώματα
     κλητική ξεκάμωμα ξεκαμώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκάμωμα < μεσαιωνική ελληνική ξεκάμωμα < μεσαιωνική ελληνική ξεκάμω και ξεκάνω < ξεκάμνω < από τον αόριστο ἐξέκαμον ή άλλο τύπο του ἐκκάμνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκάμωμα ουδέτερο

  1. η μεγάλη κούραση
  2. η εξοντωση (πολιτική, ηθική), το αποτελείωμα, ο αφανισμός
    Φαυλοκρατία! Συνεργασία πολιτικῶν, ἀστυνομικῶν καί ληστῶν γιά το ξεκάμωμα τοῦ Βενιζέλου (ο σκιτσογράφος Ηλίας Κουμετάκης το 1940)
  3. η αναίρεση μιας πράξης
    Κακό σκυλί που να μην έχη κλήρα! είνε ίδιος στο κάμωμα όπως και στο ξεκάμωμα….. (Ανδρ. Καρκαβίτσας, Οι Αρχαιολόγοι)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ένα το κάμωμα ένα και το ξεκάμωμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία