Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκάλτσωμα τα ξεκαλτσώματα
      γενική του ξεκαλτσώματος των ξεκαλτσωμάτων
    αιτιατική το ξεκάλτσωμα τα ξεκαλτσώματα
     κλητική ξεκάλτσωμα ξεκαλτσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκάλτσωμα < ξεκαλτσώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεκάλτσωμα ουδέτερο (δόκιμο στον ενικό)

  • το να βγάζει κάποιος τις κάλτσες του, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεκαλτσώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία