ξεκάλτσωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεκάλτσωμα < ξεκαλτσώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεκάλτσωμα ουδέτερο (δόκιμο στον ενικό)
- το να βγάζει κάποιος τις κάλτσες του, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεκαλτσώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεκάλτσωμα
|