ξεγύρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεγύρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεγύρισμα ουδέτερο
- (πληροφορική) Η επιλογή ενός μεμονομένου στοιχείου/αντικειμένου μιας εικόνας σε ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικής επεξεργασίας εικόνων, όπως πχ το Photoshop, για την παραπέρα επεξεργασία του.
- τα μαλλιά είναι διαβόητα για τις δυσκολίες που δημιουργούν στο ξεγύρισμα μιας ανθρώπινης φιγούρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεγύρισμα
|