Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξανθοψία οι ξανθοψίες
      γενική της ξανθοψίας των ξανθοψιών
    αιτιατική την ξανθοψία τις ξανθοψίες
     κλητική ξανθοψία ξανθοψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανθοψία < από το ξανθός και το ορώ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξανθοψία θηλυκό

  • σύμπτωμα νόσου, το να βλέπει κανείς το περιβάλλον του «χρωματισμένο» κίτρινο.

  Μεταφράσεις επεξεργασία