ξαγορευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαγορευτής < ξαγορεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαγορευτής αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαγορευτής
→ δείτε τη λέξη εξομολογητής |
ξαγορευτής αρσενικό
→ δείτε τη λέξη εξομολογητής |