ξέκαμα
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξέκαμα | τα | ξεκάματα |
γενική | του | ξεκάματος | των | ξεκαμάτων |
αιτιατική | το | ξέκαμα | τα | ξεκάματα |
κλητική | ξέκαμα | ξεκάματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξέκαμα < ξεκάμω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξέκαμα ουδέτερο
- η αναίρεση μιας πράξης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξέκαμα
|