(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέκαμα τα ξεκάματα
      γενική του ξεκάματος των ξεκαμάτων
    αιτιατική το ξέκαμα τα ξεκάματα
     κλητική ξέκαμα ξεκάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξέκαμα < ξεκάμω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξέκαμα ουδέτερο

  • η αναίρεση μιας πράξης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία