Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νόμος του Μέρφι < (λόγιο δάνειο) αγγλική Murphy's law < από το επώνυμο του αμερικανού μηχανικού Edward Murphy (Έντουαρντ Μέρφι, 1918–1990), σε σχέση με δοκιμές κύλισης ή εκτόξευσης με πρόβλεψη πιθανότητας της χειρότερης έκβασης.
→ δείτε τις λέξεις νόμος, του και Μέρφι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈno.mos tu‿ˈmeɾ.fi/

  Έκφραση επεξεργασία

νόμος του Μέρφι

  • φράση (συχνά σκωπτική) ως διατύπωση κανόνα, ότι αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, τότε, θα πάει στραβά
    ※  Ο βασικός νόμος του Μέρφι, πως «αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, σίγουρα θα πάει», χαρακτήρισε τις επιδόσεις των δύο μεγάλων κομμάτων από τον Μάρτιο του 2004 μέχρι σήμερα.
    Γιώργος Τερζής, Οι δύο μονομάχοι και ο νόμος του Μέρφι, Η Καθημερινή, 9 Σεπτεμβρίου 2007

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία