Μέρφι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μέρφι < (άμεσο δάνειο) αγγλική Murphy < ιρλανδικής προέλευσης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmeɾ.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μέρ‐φι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μέρφι αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Άλλες γραφές επεξεργασία
- Μέρφυ (μη απλοποιημένη γραφή)
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Έντι Μέρφι στη Βικιπαίδεια (1961), αμερικανός κωμικός