Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmeɾ.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μέρ‐φι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μέρφυ αρσενικό ή θηλυκό