ντισκοτέκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντισκοτέκ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική discotheque < γαλλική discothèque < disque (< αρχαία ελληνική δίσκος) + -thèque (< αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /di.skoˈtek/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντισκοτέκ θηλυκό άκλιτο
- χώρος ψυχαγωγίας όπου μπορεί κανείς να χορέψει με ηχογραφημένη μουσική
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντισκοτέκ
|