Ετυμολογία

επεξεργασία
discothèque < disco- + -thèque

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dis.kɔ.tɛk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
discothèque discothèques

discothèque (fr) θηλυκό

  1. συλλογή δίσκων
  2. έπιπλο όπου τακτοποιούμε δίσκους
  3. οργανισμός που δανείζει δίσκους
  4. χώρος ψυχαγωγίας, ντίσκο, ντισκοτέκ
     συνώνυμα: boîte, boîte de nuit, club, night-club

Συγγενικά

επεξεργασία