Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ντιπ < (άμεσο δάνειο) τουρκική dip (πάτος)[1] < παλαιά τουρκική ? (tüp) < πρωτοτουρκική *tüp (κάτω μέρος, ρίζα)

  Επίρρημα επεξεργασία

ντιπ

  1. ολότελα, εντελώς
  2. καθόλου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ντιπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική dip
 
ντιπ αγκινάρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντιπ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία