ντιπ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- ντιπ < (άμεσο δάνειο) τουρκική dip (πάτος)[1] < παλαιά τουρκική ? (tüp) < πρωτοτουρκική *tüp (κάτω μέρος, ρίζα)
Επίρρημα
επεξεργασίαντιπ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- ντιπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική dip
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντιπ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) κρεμώδης παρασκευή από διάφορα υλικά, στην οποία βουτούν διάφορα ορεκτικά
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ντιπ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας