νοσφισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοσφισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανοσφισμός αρσενικό
- το να χρησιμοποιεί κάποιος κάτι ξένο αυθαίρετα, σαν να ήταν δικό του, για ωφέλειά του
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοσφισμός
|