Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νοσφισμός οι νοσφισμοί
      γενική του νοσφισμού των νοσφισμών
    αιτιατική τον νοσφισμό τους νοσφισμούς
     κλητική νοσφισμέ νοσφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοσφισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νοσφισμός αρσενικό

  • το να χρησιμοποιεί κάποιος κάτι ξένο αυθαίρετα, σαν να ήταν δικό του, για ωφέλειά του

  Μεταφράσεις επεξεργασία