Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νομοκρατία οι νομοκρατίες
      γενική της νομοκρατίας των νομοκρατιών
    αιτιατική τη νομοκρατία τις νομοκρατίες
     κλητική νομοκρατία νομοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομοκρατία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νομοκρατία θηλυκό

  • είναι η εννοιολογικά στενότερη έννοια της δικαιοκρατίας, όπου (στη νομοκρατία) εστιάζεται το κράτος δικαίου και η τήρηση (επικράτηση) των εν λόγω νόμων ή διατάξεων με την αντιπροσωπευτική συναίνεση του λαού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία