νομικισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νομικισμός έμφαση της θεολογίας μιας θρησκείας στα χαρακτηριστικά του νόμου. Ο άνθρωπος καλείται να οριοθετήσει τη ζωή του ή να σωθεί με βάση την τήρηση ενός νόμου και την αποφυγή της τιμωρίας από την καταπάτησή του
Ουσιαστικό
επεξεργασίανομικισμός αρσενικό
- ο δικολαβισμός, δηλαδή η κατά τρόπον τινά ερμηνεία του νόμου με τέτοιο τρόπο που να υπηρετεί συγκεκριμένα ιδιοτελή συμφέροντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομικισμός
|