Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεοσύλλεχτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
νεοσύλλεχτ
ος
οι
νεοσύλλεχτ
οι
γενική
του
νεοσύλλεχτ
ου
των
νεοσύλλεχτ
ων
αιτιατική
τον
νεοσύλλεχτ
ο
τους
νεοσύλλεχτ
ους
κλητική
νεοσύλλεχτ
ε
νεοσύλλεχτ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεοσύλλεχτος
<
νεοσύλλεκτος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεοσύλλεχτος
αρσενικό
→
δείτε
τη λέξη
νεοσύλλεκτος