Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεολαίος οι νεολαίοι
      γενική του νεολαίου των νεολαίων
    αιτιατική τον νεολαίο τους νεολαίους
     κλητική νεολαίε νεολαίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεολαίος < νεολαία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεολαίος αρσενικό

  • ο νέος που είναι μέλος μιας πολιτικής νεολαίας (πολιτικής οργάνωσης νέων)

  Μεταφράσεις επεξεργασία