μόνορχις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μόνορχις < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monorchid < αρχαία ελληνική μόνος + ὄρχις
Επίθετο επεξεργασία
μόνορχις (γενική ενικού: μονόρχεως, αιτιατική ενικού: μόνορχι(ν), ονομαστική πληθυντικού: μονόρχεις, γενική πληθυντικού: μονόρχεων)
- που έχει έναν λειτουργικό όρχι
- που έχει έναν πλήρως σχηματισμένο όρχι
- ο μοναδικός όρχις του μονόρχεως
- (χυδαίο) ο μονάρχης από αντιμοναρχικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μονορχιδία, μονός και όρχις
Μεταφράσεις επεξεργασία
μόνορχις
|