• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μόνορχις

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μόνορχις < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monorchid < αρχαία ελληνική μόνος + ὄρχις

  Επίθετο

επεξεργασία

μόνορχις (γενική ενικού: μονόρχεως, αιτιατική ενικού: μόνορχι(ν), ονομαστική πληθυντικού: μονόρχεις, γενική πληθυντικού: μονόρχεων)

  1. που έχει έναν λειτουργικό όρχι
  2. που έχει έναν πλήρως σχηματισμένο όρχι
  3. ο μοναδικός όρχις του μονόρχεως
  4. (χυδαίο) ο μονάρχης από αντιμοναρχικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις μονορχιδία, μονός και όρχις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μόνορχις
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μόνορχις&oldid=6728568"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Ιουνίου 2024, στις 16:06

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Ιουνίου 2024, στις 16:06.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας