μυκήτωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυκήτωση | οι | μυκητώσεις |
γενική | της | μυκήτωσης* | των | μυκητώσεων |
αιτιατική | τη | μυκήτωση | τις | μυκητώσεις |
κλητική | μυκήτωση | μυκητώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυκητώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυκήτωση < → δείτε τη λέξη μυκητίαση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυκήτωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυκήτωση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.