Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μποϊκοτάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική boikottare + < γαλλική boycotter < αγγλική boycott < Boycott

  Ρήμα επεξεργασία

μποϊκοτάρω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία