μπουλντοζιέρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουλντοζιέρης < μπουλντόζ(α) + -ιέρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουλντοζιέρης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο οδηγός ή ο ιδιοκτήτης μπουλντόζας
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουλντοζιέρης
|
μπουλντοζιέρης αρσενικό
|