μπορντούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπορντούρα | οι | μπορντούρες |
γενική | της | μπορντούρας | — | |
αιτιατική | την | μπορντούρα | τις | μπορντούρες |
κλητική | μπορντούρα | μπορντούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπορντούρα θηλυκό,
παρυφή υφάσματος ή φορέματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπορντούρα
|