Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπολκάκι τα μπολκάκια
      γενική
    αιτιατική το μπολκάκι τα μπολκάκια
     κλητική μπολκάκι μπολκάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπολκάκι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπολκάκι ουδέτερο

  1. κοντή ζακέτα της Στερεάς Ελλάδας και της Ηπείρου, ενώ υπάρχουν αναφορές χρήσης του ενδύματος ακόμα και στην Ανατολική Τουρκία
    ※  .. με ξεκούμπωτο το μπολκάκι της, έχυνε με τους κουβάδες νερά (Καζαντζάκης, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία