μπολκάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπολκάκι | τα | μπολκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπολκάκι | τα | μπολκάκια |
κλητική | μπολκάκι | μπολκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπολκάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπολκάκι ουδέτερο
- κοντή ζακέτα της Στερεάς Ελλάδας και της Ηπείρου, ενώ υπάρχουν αναφορές χρήσης του ενδύματος ακόμα και στην Ανατολική Τουρκία
- ※ .. με ξεκούμπωτο το μπολκάκι της, έχυνε με τους κουβάδες νερά (Καζαντζάκης, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μπολκάκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπολκάκι
|