μπιρίμπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπιρίμπα | οι | μπιρίμπες |
γενική | της | μπιρίμπας | — | |
αιτιατική | την | μπιρίμπα | τις | μπιρίμπες |
κλητική | μπιρίμπα | μπιρίμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπιρίμπα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπιρίμπα θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μπιρίμπα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπιρίμπα
|
Πηγές
επεξεργασία- μπιρίμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπιρίμπα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)