↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπιρίμπα οι μπιρίμπες
      γενική της μπιρίμπας
    αιτιατική την μπιρίμπα τις μπιρίμπες
     κλητική μπιρίμπα μπιρίμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπιρίμπα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπιρίμπα θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία