Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπατάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπατάρισμα
τα
μπαταρίσμα
τ
α
γενική
του
μπαταρίσμα
τ
ος
των
μπαταρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
μπατάρισμα
τα
μπαταρίσμα
τ
α
κλητική
μπατάρισμα
μπαταρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπατάρισμα
< βλ.
μπατάρω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπατάρισμα
ουδέτερο
κλίση προς μία πλευρά / ανατροπή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπατάρισμα
γερμανικά
:
(das) Kentern
(de)
ισπανικά
:
escora
(es)
πολωνικά
:
przechył
(pl)