μπαστάρδεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαστάρδεμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαστάρδεμα ουδέτερο
- {{1. νοθεία
2. εκφυλισμός.}}
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαστάρδεμα
|
μπαστάρδεμα ουδέτερο
2. εκφυλισμός.}}
|