μοναζίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοναζίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοναζίτης αρσενικό
- φωσφορικό ορυκτό των σπανίων γαιών (λανθανιδών)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοναζίτης
|
μοναζίτης αρσενικό
|