Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοναζίτης οι μοναζίτες
      γενική του μοναζίτη των μοναζιτών
    αιτιατική τον μοναζίτη τους μοναζίτες
     κλητική μοναζίτη μοναζίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοναζίτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μοναζίτης αρσενικό

  • φωσφορικό ορυκτό των σπανίων γαιών (λανθανιδών)

  Μεταφράσεις επεξεργασία