μινυρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μινυρισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μινυρισμός αρσενικό
- σιγανό κελάηδημα, σιγανό κλάμα, παράπονο, παραπονιάρικο τραγούδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
μινυρισμός
|