μηχανοτεχνίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μηχανοτεχνίτης αρσενικό
- (μηχανολογία, επάγγελμα) τεχνίτης εξειδικευμένος σε μηχανές, περισσότερο στην επισκευή και συντήρηση αυτών.
- τεχνίτης βοηθός μηχανολόγου
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηχανοτεχνίτης
|