Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητροσκόπηση οι μητροσκοπήσεις
      γενική της μητροσκόπησης των μητροσκοπήσεων
    αιτιατική τη μητροσκόπηση τις μητροσκοπήσεις
     κλητική μητροσκόπηση μητροσκοπήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μητροσκόπηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μητροσκόπηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία