μητροσκόπηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μητροσκόπηση | οι | μητροσκοπήσεις |
γενική | της | μητροσκόπησης | των | μητροσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | μητροσκόπηση | τις | μητροσκοπήσεις |
κλητική | μητροσκόπηση | μητροσκοπήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μητροσκόπηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μητροσκόπηση θηλυκό
- η εξέταση της μήτρας με τη χρήση μητροσκοπίου
Μεταφράσεις επεξεργασία
μητροσκόπηση
|