μελιτοῦττα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μελιτοῦττα < συνηρημένος τύπος στην αττική διάλεκτο, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μελιτόεις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελιτοῦττα θηλυκό
- (γαστρονομία, γλυκό) είδος πίτας που παρασκευαζόταν από μέλι και δινόταν ως ιερή προσφορά στον Κέρβερο κατά την ταφή των νεκρών
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 507 (506-508)
- εἰς τὼ χεῖρέ νυν | δός μοι μελιτοῦτταν πρότερον· ὡς δέδοικ᾽ ἐγὼ | εἴσω καταβαίνων ὥσπερ εἰς Τροφωνίου.
- Μια τηγανίτα | με μέλι δώσ᾽ μου πρώτα να κρατάω· γιατί φοβούμαι· | λέω πως κατεβαίνω μες στο άντρο του μαντείου του Τροφωνίου.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- εἰς τὼ χεῖρέ νυν | δός μοι μελιτοῦτταν πρότερον· ὡς δέδοικ᾽ ἐγὼ | εἴσω καταβαίνων ὥσπερ εἰς Τροφωνίου.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 601 (599-602)
- σὺ δὲ δὴ τί μαθὼν οὐκ ἀποθνῄσκεις; | χωρίον ἐστίν· σορὸν ὠνήσει· | μελιτοῦτταν ἐγὼ καὶ δὴ μάξω. | λαβὲ ταυτὶ καὶ στεφάνωσαι.
- Ζεις ακόμα, ρε ψοφίμι; | Τίναξε τα πέταλα! Στρέμματα πολλά για τάφους! Το κιβούρι αγόρασε | και σου φκιάνω εγώ τα κόλλυβα. | Νά! και νεκρολούλουδα.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- σὺ δὲ δὴ τί μαθὼν οὐκ ἀποθνῄσκεις; | χωρίον ἐστίν· σορὸν ὠνήσει· | μελιτοῦτταν ἐγὼ καὶ δὴ μάξω. | λαβὲ ταυτὶ καὶ στεφάνωσαι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 507 (506-508)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μέλι
Πηγές
επεξεργασία- μελιτόεις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μελιτόεις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- μελιτοῦττα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.