μελιτοεξαγωγέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελιτοεξαγωγέας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελιτοεξαγωγέας αρσενικό
- μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή του μελιού από τις κηρήθρες. Υπάρχει σε χειροκίνητη μορφή και σε ηλεκτροκίνητη ή συνδυασμός και των δύο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελιτοεξαγωγέας
|