↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαῖ αἱ μαῖαι
      γενική τῆς μαίᾱς τῶν μαιῶν
      δοτική τῇ μαί ταῖς μαίαις
    αιτιατική τὴν μαῖᾰν τὰς μαίᾱς
     κλητική ! μαῖ μαῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαῖ
γεν-δοτ τοῖν  μαίαιν
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν)
δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαῖα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *méh₂tēr

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαῖᾰ θηλυκό