μαῖα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαῖα θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | μαῖα | μαία | μαῖαι |
Γενική | μαίας | μαίαιν | μαιῶν |
Δοτική | μαίᾳ | μαίαιν | μαίαις |
Αιτιατική | μαῖαν | μαία | μαίας |
Κλητική | μαῖα | μαία | μαῖαι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μαῖα < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *méh₂tēr
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαῖα θηλυκό
- η μαία