μαῖα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μαῖᾰ | αἱ | μαῖαι |
γενική | τῆς | μαίᾱς | τῶν | μαιῶν |
δοτική | τῇ | μαίᾳ | ταῖς | μαίαις |
αιτιατική | τὴν | μαῖᾰν | τὰς | μαίᾱς |
κλητική ὦ! | μαῖᾰ | μαῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαῖᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαίαιν | ||
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαῖα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *méh₂tēr
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαῖᾰ θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- μαῖα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαῖα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.