μαρς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μαρς < (άμεσο δάνειο) γαλλική marche < marcher (βαδίζω)[1] < παλαιά γαλλική marchier < φραγκική *markōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *merg- / *marǵ- (σύνορο, όριο)
Προφορά
επεξεργασία
Επιφώνημα
επεξεργασία
μαρς ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) παράγγελμα που δίνεται σε στρατιώτες ή μαθητές που προχωρούν σε σχηματισμό παρέλασης για να ξεκινήσουν το βάδισμα ή το σημειωτόν
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαρς ουδέτερο άκλιτο
- (στρατιωτικός όρος) (μουσική) στρατιωτικό εμβατήριο κατάλληλο να συνοδεύσει παρέλαση