μανέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανέτα | οι | μανέτες |
γενική | της | μανέτας | — | |
αιτιατική | τη | μανέτα | τις | μανέτες |
κλητική | μανέτα | μανέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μανέτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανέτα θηλυκό
- πλήκτρο φρεναρίσματος μοτοσικλέτας/ποδηλάτου