↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανέτα οι μανέτες
      γενική της μανέτας
    αιτιατική τη μανέτα τις μανέτες
     κλητική μανέτα μανέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μανέτα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μανέτα θηλυκό

  • πλήκτρο φρεναρίσματος μοτοσικλέτας/ποδηλάτου