μακρομάλλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μακρομάλλα | οι | μακρομάλλες |
γενική | της | μακρομάλλας | — | |
αιτιατική | τη | μακρομάλλα | τις | μακρομάλλες |
κλητική | μακρομάλλα | μακρομάλλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακρομάλλα < θηλυκό του μακρομάλλης
Επίθετο επεξεργασία
μακρομάλλα και μακρομαλλούσα
- γυναίκα ή παιχνίδι κούκλας με μακριά μαλλιά