Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μακινίστας οι μακινίστες
      γενική του μακινίστα των μακινιστών
    αιτιατική τον μακινίστα τους μακινίστες
     κλητική μακινίστα μακινίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακινίστας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μακινίστας αρσενικό

  • (επάγγελμα) τεχνίτης θεατρικών ή κινηματογραφικών οργάνων όπως η μετακίνηση τηλεοπτικής συσκευής (κάμερας) κατά τη διάρκεια λήψης (ανά χείρας ή με τη συμβολή εργαλείων) ή τοποθέτηση προβολέων για καλό φωτισμό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία