μέζεα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τὰ | μέζεᾰ |
γενική | τῶν | μεζέων |
δοτική | τοῖς | μεζέοις |
αιτιατική | τὰ | μέζεᾰ |
κλητική ὦ! | μέζεᾰ | |
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μέζεα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μέζεα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό