↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λόξυγγας οι λόξυγγες
      γενική του λόξυγγα των λοξύγγων
    αιτιατική τον λόξυγγα τους λόξυγγες
     κλητική λόξυγγα λόξυγγες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λόξυγγας αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)