Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λοξοδρόμημα τα λοξοδρομήματα
      γενική του λοξοδρομήματος των λοξοδρομημάτων
    αιτιατική το λοξοδρόμημα τα λοξοδρομήματα
     κλητική λοξοδρόμημα λοξοδρομήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λοξοδρόμημα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λοξοδρόμημα ουδέτερο

  • διαδρομή διαφορετική από την ευθεία, λοξή διαδρομή, μακρύτερο από την ευθεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία