λοβεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λοβεκτομή < λοβ(ος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
λοβεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση λοβού των πνευμόνων σε περίπτωση καρκίνου του πνεύμονα
Μεταφράσεις επεξεργασία
λοβεκτομή
|