Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λευκοπάθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λευκοπάθει
α
οι
λευκοπάθει
ες
γενική
της
λευκοπάθει
ας
των
λευκοπαθει
ών
αιτιατική
τη
λευκοπάθει
α
τις
λευκοπάθει
ες
κλητική
λευκοπάθει
α
λευκοπάθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λευκοπάθεια
<
λευκο-
+
-πάθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λευκοπάθεια
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
αλφισμός