↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λειότης αἱ λειότητες
      γενική τῆς λειότητος τῶν λειοτήτων
      δοτική τῇ λειότητ ταῖς λειότησ(ν)
    αιτιατική τὴν λειότητ τὰς λειότητᾰς
     κλητική ! λειότης λειότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λειότητε
γεν-δοτ τοῖν  λειοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λειότης < λεῖο(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λειότης, -τητος θηλυκό

  1. η λειότητα