Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαοκράτισσα οι λαοκράτισσες
      γενική της λαοκράτισσας των λαοκρατισσών
    αιτιατική τη λαοκράτισσα τις λαοκράτισσες
     κλητική λαοκράτισσα λαοκράτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαοκράτισσα < λαοκράτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαοκράτισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη λαοκράτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία