Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «λαμδακισμός».
Αναθεώρηση : μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την πρώτη ερμηνεία;.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαμδακισμός οι λαμδακισμοί
      γενική του λαμδακισμού των λαμδακισμών
    αιτιατική τον λαμδακισμό τους λαμδακισμούς
     κλητική λαμδακισμέ λαμδακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμδακισμός < λάμδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαμδακισμός αρσενικό

  1. μακρόσυρτη και σαν (γ)λ(ι), προφορά του λ
  2. η αντικατάσταση του ρ από το λ, όπως κάνουν τα νήπια

  Μεταφράσεις επεξεργασία