λαθυρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαθυρισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαθυρισμός αρσενικό
- τροφική δηλητηρίαση λόγω κατανάλωσης του φυτού λαθούρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαθυρισμός
|
λαθυρισμός αρσενικό
|