Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαθυρισμός οι λαθυρισμοί
      γενική του λαθυρισμού των λαθυρισμών
    αιτιατική τον λαθυρισμό τους λαθυρισμούς
     κλητική λαθυρισμέ λαθυρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαθυρισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαθυρισμός αρσενικό

  • τροφική δηλητηρίαση λόγω κατανάλωσης του φυτού λαθούρι

  Μεταφράσεις επεξεργασία